- πλάγιαι
- πλάγιοςplaced sidewaysfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαγίαι — πλαγίᾱͅ , πλάγιος placed sideways fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
косвенный — цслав. косвенъ. От косой; см. Бернекер 1, 585; Мi. ЕW 134. Выражение косвенные падежи калькирует лат. саsūs obliquī, греч. πλάγιαι πτώσεις; см. Кречмер, Glotta , 22, 246 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
περιρρεπής — ές, Α [περιρρέπω] αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα μέρος, αυτός που με την κλίση του ασκεί πίεση προς το ένα μέρος («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῑς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
πλάγι' — πλάγια , πλάγιον placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγια , πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγια , πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιε , πλάγιος placed sideways masc voc sg πλάγιε , πλάγιος placed sideways masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)